Ελένη Σαπουρμά: «Εβγαινες για ξύλα και έλεγες “τώρα θα πεθάνω”»
«Χοροί πάνω στα κόκαλα» – είναι μια ρωσική έκφραση που μεταφορικά σημαίνει την άντληση οφέλους ή χαράς από τη δυστυχία των άλλων. Μόνο που σήμερα αυτή η πρόταση παίρνει κυριολεκτικά υπόσταση. Αυτό θα γινόταν με την προγραμματισμενη για τα Χριστούγεννα «επαναλειτουργία» του Θεάτρου Δράματος της Μαριούπολης, του εμβληματικού κτιρίου που βομβάρδισαν στοχευμένα οι Ρώσοι στις 16 Μαρτίου 2022.
Την ώρα της αεροπορικής επίθεσης μέσα στο κτίριο βρίσκονταν εκατοντάδες άτομα, μεγάλο μέρος των οποίων γυναικόπαιδα, ενώ έξω από το κτίριο υπήρχε μεγάλη επιγραφή –που φαινόταν από αέρος –, η οποία έγραφε «Παιδιά» στα ρωσικά. Εκτιμάται ότι 300-600 άτομα βρήκαν εκεί τραγικό θάνατο κατά τη διάρκεια του ρωσικού βομβαρδισμού. Οι Ρώσοι υποστήριξαν ότι οι νεκροί ήταν 14 άτομα, αλλά από υποκλοπές συνομιλιών μελών συνεργείων «καθαρισμού», που συζητούσαν για την ανάγκη χρήσης ειδικού εξοπλισμού, όπως τρακτέρ, για την απομάκρυνση των σορών, φαίνεται ότι η τραγωδία είναι πολλαπλάσια από εκείνη που υποστηρίζουν οι κατοχικές δυνάμεις.
Τα Χριστούγεννα οι Ρώσοι είχαν καλέσει τους ανθρώπους να πάνε στο Θέατρο Δράματος για να δουν χαρούμενες παραστάσεις, χορούς και τραγούδια. Ποιοι να πάνε όμως; Σε μεγάλο βαθμό, η πόλη έχει αδειάσει από τους κατοίκους της, οι οποίοι αντικαταστάθηκαν με εισαγόμενους εργάτες από διάφορες περιοχές της Ρωσίας και από την Κεντρική Ασία. Μεγάλο μέρος από τους γηγενείς κατοίκους έχουν φύγει από τη Μαριούπολη, έχουν πάει σε άλλες πόλεις της Ουκρανίας ή έχουν σκορπίσει σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.
Βρήκαμε μία από εκείνους τους ανθρώπους που έζησαν τη φρίκη της ρωσικής πολιορκίας της Μαριούπολης – την άνοιξη του 2022 – και της ζητήσαμε να μας θυμίσει τι έγινε τότε. Η Ελένη Σαπουρμά είναι 73 ετών, έζησε όλη τη ζωή της στην Αζοφική – πρώτα στην κωμόπολη Στάρι Κριμ, έξω από τη Μαριούπολη, και στη συνέχεια στην ίδια τη Μαριούπολη. Τη συναντήσαμε στη Λευκωσία, όπου ζει μαζί με την κόρη της και τον εγγονό της αφότου διέφυγε από τη μαρτυρική πόλη της Αζοφικής. «Ο γιος μου πέθανε, γιατί δεν άντεξε όλα αυτά που είχε δει και είχε ζήσει. Η πρώην γυναίκα του, η μητέρα του παιδιού του, δολοφονήθηκε από ελεύθερο σκοπευτή. Πέθανε στα χέρια του ανήλικου παιδιού της, το παιδί απλώς καθόταν στον δρόμο και κρατούσε τη μητέρα του γεμάτη αίματα. Δεν υπήρχε καμία δικαιολογία, ήταν απλοί πολίτες, δεν είχαν όπλα, δεν απειλούσαν κανέναν» περιγράφει στα «ΝΕΑ».
«Εγώ τους έβλεπα να περπατάνε στους δρόμους και να κάθονται στις ταράτσες, οι ελεύθεροι σκοπευτές. Περπατούσαν με τα όπλα και πυροβολούσαν. Δεν τους ένοιαζε ποιος περνάει. Γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι. Στο Στάρι Κριμ σκότωσαν γονείς μπροστά στα μάτια του παιδιού τους, έξι χρονών παιδί» περιγράφει.
Μας λέει για τους διαρκείς βομβαρδισμούς, και από αέρα και από πυροβολικό και από τανκς. «Φοβόσουν να βγεις να πάρεις ξύλα για τη φωτιά. Ελεγες “τώρα θα πεθάνω”. Η καρδιά μου χτυπούσε έτσι που νόμιζα ότι θα σταματήσει. Αυτό δεν αντέχεται από άνθρωπο. Είχαμε μαζευτεί δώδεκα άνθρωποι σε ένα σπίτι. Δεν υπήρχε νερό, δεν υπήρχε ρεύμα, δεν υπήρχε επικοινωνία. Βγαίναμε στην αυλή, ανάβαμε φωτιά και μαγειρεύαμε ό,τι βρίσκαμε. Κρυώναμε και πεινούσαμε. Περιμέναμε να λιώσει ο πάγος από τις στέγες για να πιούμε νερό. Αυτό ήταν η ζωή μας εκείνες τις μέρες».
Εκείνες τις μέρες νεκροί άνθρωποι κείτονταν στους δρόμους της Μαριούπολης. Οι επιζήσαντες έθαβαν τους συγγενείς και τους γείτονες στις αυλές των πολυκατοικιών. Τα καταστήματα είχαν κλείσει, λεηλατηθεί και καταστραφεί. Μέσα στην πόλη υπήρξε τεράστια έλλειψη τροφής. Οι Ρώσοι έτρεχαν από σπίτι σε σπίτι και έψαχναν «το Αζόφ». Αργότερα, όπως μας λέει η κυρία Σαπουρμά, άρχισαν να σπάνε τα τζάμια από σπίτια και διαμερίσματα και να πετάνε μέσα βόμβες μολότοφ. Κάψανε και το δικό της διαμέρισμα. Υστερα από μερικές εβδομάδες – μαζί με άλλους – η γυναίκα κατάφερε να διαφύγει προς το ελεύθερο τμήμα της Ουκρανίας και μετέπειτα στην Κύπρο, για να βρει την κόρη της.
Εκτοτε παρακολουθεί τα νέα από την πατρίδα της από τα ΜΜΕ και μιλώντας στο τηλέφωνο με γνωστούς που έχουν νέα από τη Μαριούπολη: «Οι Ρώσοι λένε ότι ξανάχτισαν τη Μαριούπολη αλλά αυτό είναι ψέμα. Ορισμένα σπίτια έφτιαξαν για να τα δείχνουν στις τηλεοράσεις. Ολα τα άλλα είναι μαύρη γη. Καμένα. Δεν υπάρχει πόλη. Δεν θα γίνει ποτέ ξανά αυτό που ήταν αυτή η πόλη. Τόσοι άνθρωποι χάθηκαν, τόσες ζωές διαλύθηκαν. Τίποτα δεν μπορεί να το διορθώσει αυτό».
Αυτές τις γιορτινές μέρες οι Ρώσοι ετοίμαζαν βέβηλη φιέστα πάνω στα κόκαλα των νεκρών του Θεάτρου Δράματος, ελπίζοντας ότι τα πολύχρωμα λαμπάκια και οι χοροί θα επισκιάσουν το έγκλημά τους, ότι ο κόσμος θα ξεχάσει την κατεστραμμένη Μαριούπολη με τους 100.000 δολοφονημένους κατοίκους της – άντρες, γυναίκες, παιδιά, ηλικιωμένοι. Ανθρωποι που ζούσαν απλώς τη ζωή τους μέχρι να έρθουν οι εισβολείς, σκοτώσουν τους ανθρώπους τους και αρπάξουν τις περιουσίες τους.
Καθήμενη στην κουζίνα της κόρης της, στη Λευκωσία, η 73χρονη Ελένη Σαπουρμά θυμάται αυτά που είδε και έζησε. Και θυμίζει και σε εμάς πως «η Μαριούπολη ήταν όμορφη, γεμάτη λουλούδια. Ζούσαμε ήσυχα. Δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά είχαμε τα πάντα. Σπίτι, δουλειά, κήπο, φρούτα. Τα παιδιά μεγάλωναν, βοηθούσε ο ένας τον άλλον. Είχα μικρή σύνταξη, αλλά τα παιδιά μου βοηθούσαν. Πουλούσα φρούτα από τον κήπο για να έχω επιπλέον εισόδημα. Ετσι ζούσαμε. Ποτέ δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα έρθει τέτοιος πόλεμος. Ούτε ότι θα χαθούν άνθρωποι έτσι, χωρίς λόγο».
