Θεία Σκρουτζ
Απ’ τα χαράματα μας έχουν ζαλίσει! Ανά πεντάλεπτο βαράνε τα κουδούνια – όχι της κάτω πόρτας, των διαμερισμάτων. Να ‘ξερα ποιος τους μπάζει όλους αυτούς στην πολυκατοικία και παίρνουν σβάρνα τους ορόφους. Μακάρι να υπήρχε θυρωρός, να έκανε έναν στοιχειώδη έλεγχο – θυμάμαι τον μπάρμπα Αριστείδη, κέρβερος σωστός. Τότε βεβαίως η Κυψέλη είχε άλλο επίπεδο. «Βία Βένετο» την έλεγαν τη Φωκίωνος Νέγρη. Εντάξει, δεν είμαι τόσο αρχαία για να τη θυμάμαι στις μεγάλες της δόξες, πρόφτασα ωστόσο να πάρω μια γεύση…
Μη με παρεξηγείτε. Σέβομαι κι αγαπάω τα έθιμα. Δεν θα είχα αντίρρηση να ακούσω τα κάλαντα και από δυο και από τρεις ακόμα παρέες παιδιών. Να τσουλήσω και τον καημένο τον Μίμη με την αναπηρική καρέκλα στο χολ, ίσως και να μαλάκωνε με το «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά» μια στάλα η ψυχούλα του.
Εδώ όμως η κατάσταση ολοένα και χειροτερεύει. Βγαίνει πλέον παγανιά κάθε καρυδιάς καρύδι. Με ό,τι κλαμπατσίμπαλο διαθέτει ο καθένας. Συνήθως βέβαια βαράνε απλώς τα τρίγωνα. Και άρρυθμα συν τοις άλλοις. Προχθές, στο σουπερμάρκετ, εμφανίστηκαν δυο μαντράχαλοι με κασετόφωνο. Πάτησαν το κουμπί κι έπειτα είχαν την απαίτηση να τους χαρτζιλικώσουν!
Δεν μιλάμε για παρέες μα για συμμορίες. Ξένοι – να τους πω πρόσφυγες; Να μην τους πω λαθρομετανάστες; –, οι οποίοι δεν είναι καν χριστιανοί. Ρομά – δεν θα τους πω γύφτους, μου το έχει απαγορέψει η εγγόνα μου. Γιατί παρακαλώ; Ο Κωστής Παλαμάς τι έγραψε; Τον «Δωδεκάλογο του Ρομά»; Ανάθεμα κι αν ξέρουν οι νέοι τον Παλαμά… Πρέπει να τους κρατάς κατώφλι. Θα κοιτούν – εννοείται – μες στο σπίτι σου. Αδιάκριτα, ληστρικά. Θα σχεδιάζουν διαρρήξεις.
Μολών λαβέ! Ετσι κι επιχειρήσουν το οτιδήποτε, οποτεδήποτε, τους την άναψα. Εχω μέρα και νύχτα πάνω μου το όπλο του Μίμη, κατάφερε να μην το παραδώσει όταν αποστρατεύθηκε. Με σφαίρες στη θαλάμη. Ετοιμο να μπουμπουνίσει. «Ξέρεις να το χειρίζεσαι;», θα απορήσετε. Κρητικιά είμαι, ο πατερούλης λαχταρούσε αγόρι, έσπειρε τέσσερις θυγατέρες, εγώ βγήκα η πιο τσαούσα, μου έμαθε να παίζω μπαλοθιές από δέκα χρονών. «Κι αν σε πιάσουν στον ύπνο;». Πάντα κοιμάμαι με το ένα μάτι ανοιχτό, ποτέ δεν χαλαρώνω. Ευλογία είναι αυτό ή κατάρα;
Πώς θα επιθυμούσα να λένε τα κάλαντα; Καθωσπρέπει. Να έχουν ωραίες, γυμνασμένες φωνές. Να γνωρίζουν μέχρι τέλους τα λόγια – όχι που τα ξεπετάνε, που παραλείπουν ολόκληρες στροφές για να φτάσουν μια ώρα αρχύτερα στο «χρόνια πολλά, κυρία!» και να απλώσουν τις χούφτες τους. Να ξεχειλίζουν πρωτίστως από αγνότητα. Αγόρια που έχουν μαλλιάσει τα μάγουλά τους, κορίτσια που τους έχει έρθει περίοδος θα έπρεπε να αποκλείονται διά νόμου. Πού ξέρω εγώ ότι στο «ψηλή μου δεντρολιβανιά» δεν κάνουν πρόστυχες σκέψεις; Οταν ήμουν στο Αρσάκειο, προετοίμαζα τα παιδιά από τα τέλη Νοεμβρίου. Τους δίδασκα την ιστορία, τους συμβολισμούς των λέξεων, πώς δένει η λαϊκή μούσα με το θρησκευτικό πνεύμα των ημερών. Τους μάθαινα τη μελωδία στη μελόντικα ή στη φλογέρα – θυμάμαι, συγκινούμαι, μια μαθήτρια που έπαιζε μαντολίνο, διέθετε γνήσιο μουσικό τάλαντο, πόσο απογοητεύτηκα όταν την είδα προ ετών στην τηλεόραση να λέει κάτι ελεεινά καψουροτράγουδα – είχε εκπορνέψει και τον εαυτό της και την τέχνη της…
Τους απαγόρευα αυστηρά να δέχονται χρήματα. «Αργύρια έλαβε ο Ιούδας για την προδοσία!», τους θύμιζα. «Εσείς θα αρκείστε σε χειροποίητα, παραδοσιακά γλυκίσματα. Θα σας τα τυλίγουν σε χαρτοπετσέτες, θα τα βάζετε στις τσέπες σας, τα μισά θα τα δίνετε στους φτωχούς… Στους οποίους επίσης θα ψάλλετε τα κάλαντα δίχως να προσδοκάτε ανταμοιβή!».
Κοντεύει δώδεκα το μεσημέρι. Είναι παραμονή Πρωτοχρονιάς. Το ασανσέρ ανεβοκατεβαίνει ακατάπαυστα. Βγαίνω με τη ρόμπα στον διάδρομο, πόρτες ανοίγουν – «να τα πούμε;». Ακούω και ξανακούω το «Αγιος Βασίλης έρχεται» από τον δεύτερο, από τον τρίτο… Μονάχα τη δική μου πόρτα δεν χτυπάνε! Λες να τους σφύριξε κανείς ότι στον πέμπτο μένει μια κωλόγρια που δεν δίνει τ’ αγγέλου της νερό;
